- ὑπερέχοντα
- ὑπερέχωhold overpres part act neut nom/voc/acc plὑπερέχωhold overpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PSIATHIUM — Graece ψιάθιον, apud Cassian, l. 5. c. 35. Incipientem idem fessum corpus reficere et incumbentem Psiathio reperisset; et l. 1. c. 13. Quos ita novimus omni ex parte nudos exsistere, ut prater colobiam, mafortem, caligas, melotem et psiathium,… … Hofmann J. Lexicon universale
εμπρεπής — ἐμπρεπής, ές (Α) 1. αυτός που είναι ανώτερος, που ξεχωρίζει, που διαπρέπει ανάμεσα σε πολλούς άλλους 2. αυτός που διακρίνεται για κάτι 3. κατάλληλος, αρμόδιος. επίρρ... ἐμπρεπῶς με τρόπο ξεχωριστό, υπερέχοντα, διακρινόμενο … Dictionary of Greek
κεραυνώνω — (ΑΜ κεραυνῶ, όω) [κεραυνός] χτυπώ με τον κεραυνό, κεραυνοβολώ («τὰ ὑπερέχοντα ζῷα ὡς κεραυνοῑ ὁ θεός», Ηρόδ.) αρχ. καταδικάζω … Dictionary of Greek
κολούω — (AM) περικόπτω, βραχύνω, κονταίνω (α. «στάχυν σπάθῃ κολούων φασγάνου», Ευρ. β. «κεκολουσμένος οὐρᾶς», Ευστ.) αρχ. 1. σταματώ κάτι ή εμποδίζω να γίνει κάτι («ἕo δ αὐτοῡ πάντα κολούει», Ομ. Οδ.) 2. ταπεινώνω, μειώνω («φιλέει γὰρ ὁ θεός τά… … Dictionary of Greek
παραπλέκω — ΜΑ 1. εμπλέκω ή ενυφαίνω («οἱ γναφέες... κείροντες τὰ ὑπερέχοντα καὶ παραπλέκοντες καλλίῳ ποιέουσι», Ιπποκρ.) 2. μτφ. παρεμβάλλω, παρεισάγω («ὅλη γε τῇ δραματουργία τοῡτο παραπέπλεκται», Στράβ.) αρχ. 1. συμπλέκω, συνθέτω («μύθους παραπλέκουσιν… … Dictionary of Greek